προκομισθῆναι

προκομισθῆναι
προκομίζω
bring forward
aor inf pass
προκομίζω
bring forward
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκομίζω — Α [κομίζω] 1. φέρνω μπροστά, προσάγω 2. παθ. προκομίζομαι α) φέρομαι, οδηγούμαι σε ένα μέρος και κυρίως σε ασφαλή τόπο β) φέρομαι επάνω στους ώμους («νεκρόν τι... παιδίον ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἐπὶ δελφῑνος... προκομισθήναι», Λουκ.). γ) φέρομαι σε πομπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”